αξαλάφρωτος

αξαλάφρωτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν ξαλαφρώθηκε: Ήταν ακόμη αξαλάφρωτος από τα βάρη του πατρικού σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αξαλάφρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει απαλλαγεί απο κάποιο βάρος (και με ηθική σημασία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”